ἔμφωτον

ἔμφωτον
ἔμφωτον (-ος)
See also: s. φῶς
Page in Frisk: 1,508

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έμφωτον — ἔμφωτον, το (AM) μσν. το εύρος, το διάστημα αρχ. 1. το κοίλο τού κώνου 2. φωτιζόμενο μέρος, το μέρος από όπου εισέρχεται φως, π.χ. πλευρά τοίχου που έχει παράθυρα …   Dictionary of Greek

  • ἔμφωτον — hollow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφώτου — ἔμφωτον hollow neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”