- ἔμφωτον
- ἔμφωτον (-ος)See also: s. φῶςPage in Frisk: 1,508
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
έμφωτον — ἔμφωτον, το (AM) μσν. το εύρος, το διάστημα αρχ. 1. το κοίλο τού κώνου 2. φωτιζόμενο μέρος, το μέρος από όπου εισέρχεται φως, π.χ. πλευρά τοίχου που έχει παράθυρα … Dictionary of Greek
ἔμφωτον — hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφώτου — ἔμφωτον hollow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)